κατασειστό

κατασειστό
και κατάσειστο, το (Μ κατασειστόν)
συν. στον πληθ. τα κατασειστά ή κατάσειστα
τα χρυσά κοσμήματα τα οποία είχαν πολύτιμους λίθους και τα οποία κρέμονταν από το στέμμα τής επίσημης στολής τής βασίλισσας
νεοελλ.
κρεμαστό στολίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένο ρηματ. επίθ. < *κατασειστός < κατασείω
ο τ. κατάσειστο < *κατασειστός με αναβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”